Ευριπίδης: Ελένη
Ευριπίδου Ελένη
Ανέβηκε το 412 π. Χ. (1692 στίχοι).
Χορός:αιχμάλωτες Σπαρτιάτισσες
Πρόσωπα: Ελένη , Τεύκρος, Μενέλαος, Γριά
Άγγελος, θεονόη, θεοκλύμενος, Άγγελος β
Τόπος: Αίγυπτος
Στον πρόλογο έχουμε την Ελένη που συστήνεται και μας κατατοπίζει σχετικά με το χώρο και το χρόνο. "περιμένει το Μενέλαο να την ελευθερώσει. Ο προστάτης της Ελένης (βασιλιάς Πρωτέας) έχει πεθάνει και ο γιος του (θεοκλύμενος) θέλει να την παντρευτεί με τη βία". Αυτή καταφεύγει στον τάφο του Πρωτέα, όπου και τη συναντούμε). Πηγαίνοντας προς την Κύπρο ο Τεύκρος ξεστρατίζει στην Αίγυπτο και συναντιέται με την Ελένη. Ο Τεύκρος είναι αδερφός του Αίαντα γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα, τοξότης στον πόλεμο της Τροίας. Ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι, γιατί θεώρησε πως δεν προστάτευσε επαρκώς τον Αίαντα. Έτσι πήρε το μοναχικό δρόμο να ιδρύσει τη δική του Σαλαμίνα στην Κύπρο. Ο Τεύκρος ανακοινώνει στην Ελένη πολλά δυσάρεστα με πιο σημαντικό το σκοτωμό του Μενέλαου.
Μετά το θρήνο στον οποίο συμμετέχουν και οι γυναίκες του χορού, η Ελένη κατευθύνεται στο παλάτι για να συμβουλευτεί τη θεονόη (αδερφή του βασιλιά με προφητικές ιδιότητες) σχετικά με την τύχη του άντρα της.
Η εκκένωση της σκηνής δίνει την ευκαιρία για την εμφάνιση του Μενέλαου, που καταφεύγει ναυαγός. Συνομιλεί με μια γριά του παλατιού και μαθαίνει ότι οι ξένοι εδώ θανατώνονται. Επιστρέφει και η Ελένη με ελπιδοφόρα μηνύματα και στη συνέχεια εκτυλίσσεται μπροστά μας η με αποδείξεις αναγνώριση των συζύγων. Μέσο για τη σωτηρία και τη δραπέτευση προβάλλει η σιωπή της θεονόης, που τελικά μεταπείθεται. Το σχέδιο εφευρίσκει η Ελένη. Ο Μενέλαος θα εμφανιστεί στον θεοκλύμενο σαν αγγελιαφόρος του δικού του θανάτου. Η Ελένη θα ζητήσει από το βασιλιά άδεια να κάνει θυσία στη θάλασσα. θα πάρουν το πλοίο και θα εξαφανιστούν. Το σχέδιο πετυχαίνει και ο θεοκλύμενος πληροφορείται τα συμβάντα με αγγελιαφόρο. Θέλει να εκδικηθεί τη Θεονόη. Από μηχανής εμφανίζονται οι Διόσκουροι που τον κατατοπίζουν σχετικά με τη Μοίρα και του λένε να είναι και ευχαριστημένος !!
Ελένη:
Ο δικός μου τόπος
η ξακουστή ᾽ναι Σπάρτη και πατέρας
ο Τυνδάρεως· μια φήμη ωστόσο λέει
πως, παίρνοντας ο Δίας θωριά κύκνου,
πέταξε προς τη μάνα μου τη Λήδα,
κάποιον αϊτό για να ξεφύγει τάχα,
κι έτσι μαζί της δολερά έχει σμίξει,
αν είν᾽ αλήθεια. Ελένη τ᾽ όνομά μου.
Τα βάσανά μου θα σας ιστορήσω.
Οι τρεις θεές, η Κύπριδα κι η Ήρα
κι η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
σε μια βραχοσπηλιά πήγαν της Ίδης,
την πιο όμορφη να κρίνει ο Πάρης. Όμως
την ομορφιά μου τάζοντάς του η Κύπρη
—αν όμορφο λογιέται ό,τι σου φέρνει
τη δυστυχία— και ταίρι του πως θα ᾽μαι,
κερδίζει το βραβείο. Και της Ίδης
αφήνοντας τις στάνες φτάνει ο Πάρης
γοργά στη Σπάρτη για να με κερδίσει.
Οργίστηκ᾽ η Ήρα που έτσι τη νικήσαν
κι εμπόδισε τον γάμο μου μ᾽ εκείνον.
Στου Πρίαμου τον γιο δεν δίνει εμένα,
παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το
σαν πλάσμα ζωντανό από τον αιθέρα
και αυτός θαρρεί πως μ᾽ έχει —κούφια ιδέα—
ενώ δεν μ᾽ έχει καν. Έπειτα οι γνώμες
του Δία στα πάθη αυτά σωριάσαν και άλλα·
γιατί σήκωσε πόλεμο αναμέσο
στη χώρα των Ελλήνων και στους δόλιους
τους Τρωαδίτες, για να ξαλαφρώσει
τη μάνα γη απ᾽ το πλήθος των ανθρώπων
κι ο πιο μεγάλος άντρας της Ελλάδας
να γίνει ξακουστός.
Εγώ βραβείο
παλικαριάς στους Έλληνες και Τρώες
ποτέ δεν ήμουν, ήταν τ᾽ όνομά μου.
Με πήρε στις πτυχές ο Ερμής του αιθέρα
και σκεπασμένη σε θαμπή νεφέλη
—δεν μ᾽ άφησε χωρίς φροντίδα ο Δίας—
μ᾽ έφερε στου Πρωτέα εδώ τα σπίτια,
κρίνοντας πως αυτός απ᾽ όλους ήταν
πιο γνωστικός κι αγνό τον γάμο μου έτσι
για τον Μενέλαο θα κρατούσα.
στ. 16-48
Ο δικός μου τόπος
η ξακουστή ᾽ναι Σπάρτη και πατέρας
ο Τυνδάρεως· μια φήμη ωστόσο λέει
πως, παίρνοντας ο Δίας θωριά κύκνου,
πέταξε προς τη μάνα μου τη Λήδα,
κάποιον αϊτό για να ξεφύγει τάχα,
κι έτσι μαζί της δολερά έχει σμίξει,
αν είν᾽ αλήθεια. Ελένη τ᾽ όνομά μου.
Τα βάσανά μου θα σας ιστορήσω.
Οι τρεις θεές, η Κύπριδα κι η Ήρα
κι η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,
σε μια βραχοσπηλιά πήγαν της Ίδης,
την πιο όμορφη να κρίνει ο Πάρης. Όμως
την ομορφιά μου τάζοντάς του η Κύπρη
—αν όμορφο λογιέται ό,τι σου φέρνει
τη δυστυχία— και ταίρι του πως θα ᾽μαι,
κερδίζει το βραβείο. Και της Ίδης
αφήνοντας τις στάνες φτάνει ο Πάρης
γοργά στη Σπάρτη για να με κερδίσει.
Οργίστηκ᾽ η Ήρα που έτσι τη νικήσαν
κι εμπόδισε τον γάμο μου μ᾽ εκείνον.
Στου Πρίαμου τον γιο δεν δίνει εμένα,
παρά το είδωλό μου, φτιάχνοντάς το
σαν πλάσμα ζωντανό από τον αιθέρα
και αυτός θαρρεί πως μ᾽ έχει —κούφια ιδέα—
ενώ δεν μ᾽ έχει καν. Έπειτα οι γνώμες
του Δία στα πάθη αυτά σωριάσαν και άλλα·
γιατί σήκωσε πόλεμο αναμέσο
στη χώρα των Ελλήνων και στους δόλιους
τους Τρωαδίτες, για να ξαλαφρώσει
τη μάνα γη απ᾽ το πλήθος των ανθρώπων
κι ο πιο μεγάλος άντρας της Ελλάδας
να γίνει ξακουστός.
Εγώ βραβείο
παλικαριάς στους Έλληνες και Τρώες
ποτέ δεν ήμουν, ήταν τ᾽ όνομά μου.
Με πήρε στις πτυχές ο Ερμής του αιθέρα
και σκεπασμένη σε θαμπή νεφέλη
—δεν μ᾽ άφησε χωρίς φροντίδα ο Δίας—
μ᾽ έφερε στου Πρωτέα εδώ τα σπίτια,
κρίνοντας πως αυτός απ᾽ όλους ήταν
πιο γνωστικός κι αγνό τον γάμο μου έτσι
για τον Μενέλαο θα κρατούσα.
στ. 16-48
Ελένη:
Τώρα βρίσκομαι εδώ κι ο δόλιος μου άντρας πήγε,
μαζεύοντας στρατό, στης Τροίας τα κάστρα
ζητώντας να με πάρει πίσω. Κι έχουν
στου Σκάμαντρου χαθεί το ρέμα πλήθος
ψυχές για μένα· κι ενώ τόσα πάθη
τράβηξα, από παντού ακούω κατάρες,
προδότρα με λογιάζουνε του αντρός μου
κι αιτία για να μπλέξουνε σε μέγα
πόλεμο οι Έλληνες.
στ. 50-52
Τώρα βρίσκομαι εδώ κι ο δόλιος μου άντρας πήγε,
μαζεύοντας στρατό, στης Τροίας τα κάστρα
ζητώντας να με πάρει πίσω. Κι έχουν
στου Σκάμαντρου χαθεί το ρέμα πλήθος
ψυχές για μένα· κι ενώ τόσα πάθη
τράβηξα, από παντού ακούω κατάρες,
προδότρα με λογιάζουνε του αντρός μου
κι αιτία για να μπλέξουνε σε μέγα
πόλεμο οι Έλληνες.
στ. 50-52
Ελένη:
Την γκρεμισμένη τώρα Τροία
την τρώει ανέλεη φωτιά·
φταίω εγώ για τόσους φόνους
και τ᾽ όνομά μου, που ένα πλήθος
σώριασε δυστυχίες. Η Λήδα
πέρασε βρόχο στον λαιμό της
και πέθανε για τις ντροπές μου.
Στο πέλαο, παραδέρνοντας,
ο άντρας μου είναι πια χαμένος·
ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης,
διπλό καμάρι της πατρίδας,
έγιναν άφαντοι κι αφήσαν
έρημες τις παλαίστρες, πλάι
στις καλαμιές του Ευρώτα, δίχως
αλόγων ποδοβολητά.
στ. 196-211
Την γκρεμισμένη τώρα Τροία
την τρώει ανέλεη φωτιά·
φταίω εγώ για τόσους φόνους
και τ᾽ όνομά μου, που ένα πλήθος
σώριασε δυστυχίες. Η Λήδα
πέρασε βρόχο στον λαιμό της
και πέθανε για τις ντροπές μου.
Στο πέλαο, παραδέρνοντας,
ο άντρας μου είναι πια χαμένος·
ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης,
διπλό καμάρι της πατρίδας,
έγιναν άφαντοι κι αφήσαν
έρημες τις παλαίστρες, πλάι
στις καλαμιές του Ευρώτα, δίχως
αλόγων ποδοβολητά.
στ. 196-211
Χορός:
Ξέρω, σε ζώνουν συμφορές· μα πρέπει
με υπομονή τις πίκρες να βαστάζεις.
στ. 251-253
Ξέρω, σε ζώνουν συμφορές· μα πρέπει
με υπομονή τις πίκρες να βαστάζεις.
στ. 251-253
Ελένη:
Αχ! να σβηνόμουν πάλι σαν εικόνα
κι αντί για την ωραία θωριά μου ετούτη
μεγάλη ασκήμια να ᾽χα, να ξεχνούσαν
την τωρινή μου οι Έλληνες τη φήμη
κι ό,τι καλό δικό μου να κρατούσαν,
όπως θυμούνται τώρα το κακό. Όποιος
έχει μια συμφορά θεοσταλμένη,
το χτύπημα βαρύ, μα το υποφέρει·
όμως πολλά δεινά με ζώνουν. Δίχως
270να φταίω με κακολογούν· ετούτο
χειρότερο είναι απ᾽ την αλήθεια, πράξεις
να σου φορτώνουν που δεν έχεις κάνει.
στ.262-272
Αχ! να σβηνόμουν πάλι σαν εικόνα
κι αντί για την ωραία θωριά μου ετούτη
μεγάλη ασκήμια να ᾽χα, να ξεχνούσαν
την τωρινή μου οι Έλληνες τη φήμη
κι ό,τι καλό δικό μου να κρατούσαν,
όπως θυμούνται τώρα το κακό. Όποιος
έχει μια συμφορά θεοσταλμένη,
το χτύπημα βαρύ, μα το υποφέρει·
όμως πολλά δεινά με ζώνουν. Δίχως
270να φταίω με κακολογούν· ετούτο
χειρότερο είναι απ᾽ την αλήθεια, πράξεις
να σου φορτώνουν που δεν έχεις κάνει.
στ.262-272
Ελένη:
Για να γλιτώσω από τα βάσανά μου,
να παντρευτώ έναν βάρβαρο και πλούσια
ζωή μαζί του να περνώ; Η γυναίκα
σα θα δεχτεί έναν άντρα που δεν στέργει,
δεν έχει σέβας διόλου στον εαυτό της.
στ. 294-298
Για να γλιτώσω από τα βάσανά μου,
να παντρευτώ έναν βάρβαρο και πλούσια
ζωή μαζί του να περνώ; Η γυναίκα
σα θα δεχτεί έναν άντρα που δεν στέργει,
δεν έχει σέβας διόλου στον εαυτό της.
στ. 294-298
Ελένη:
Σ᾽ άλλες γυναίκες η ομορφιά χαρίζει
χαρά, τον χαλασμό σε μένα μόνο.
χαρά, τον χαλασμό σε μένα μόνο.
στ. 304-305
Χορός:
Πολλά ψεύτικα λόγια μπορούν να λέγονται.
Ελένη:
Ελένη:
Κι αντίστροφα, άλλα είναι αληθινά με τρόπο ξεκάθαρο
στ. 309-310
Ελένη:
Ο φόβος μου με τυλίγει και με οδηγεί στο κακό
στ. 312
Χορός:
Προτού μάθεις, ποιό τ᾽ όφελος να θλίβεσαι;
στ. 322-323
Χορός:
Πάντοτε να ᾽χεις, ό,τι και να γίνει,
για τα μελλούμενα καλές ελπίδες.
για τα μελλούμενα καλές ελπίδες.
στ. 345-346
Ελένη:
Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά·
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη (Αφροδίτη)
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους·
στο φρυγικό του Σκάμαντρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
Με πικρούς βόγκους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα.
στ. 362-374
Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά·
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη (Αφροδίτη)
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους·
στο φρυγικό του Σκάμαντρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
Με πικρούς βόγκους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα.
στ. 362-374
Ελένη:
Μονάχα τα δικά μου κάλλη
της Δαρδανίας (Τροίας) αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς.
στ. 383-385
της Δαρδανίας (Τροίας) αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς.
στ. 383-385
Γριά:
Δεν είσαι μόνος· κι άλλοι δυστυχούνε.
στ. 464
Ελένη:
Το όνομα μπορεί να πάει σε μέρη πολλά, όχι όμως το σώμα
στ. 588
Άγγελος:
Τρωαδίτες δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες.
στ. 608-615
Τρωαδίτες δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες.
στ. 608-615
Μενέλαος:
Όσα μας δίνουν οι θεοί, μπορούμε ν' ακούμε
στ. 663
Μενέλαος:
Δεν είναι αυτή, οι θεοί μάς ξεγελάσαν·
κρατούσαμε μια ολέθρια νεφέλη.
Άγγελος:
Τί λες;
Τόσος μόχθος κι αγώνας για έναν ίσκιο;
Μενέλαος:
Έργα της Ήρας ήταν και τριών θεών έριδα.
στ. 704-708
Δεν είναι αυτή, οι θεοί μάς ξεγελάσαν·
κρατούσαμε μια ολέθρια νεφέλη.
Άγγελος:
Τί λες;
Τόσος μόχθος κι αγώνας για έναν ίσκιο;
Μενέλαος:
Έργα της Ήρας ήταν και τριών θεών έριδα.
στ. 704-708
Άγγελος:
Δυσκολονόητος ο θεός, παιδί μου·
ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει,
πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
ο ένας δυστυχάει, ο άλλος όχι,
όμως κι αυτός κακό θάνατο βρίσκει·
δεν έχει πάντα η τύχη σιγουριά. Κι οι δυο σας
βάσανα δοκιμάσατε, απ᾽ του κόσμου
τα λόγια εσύ, και αυτός απ᾽ τους πολέμους.
στ. 711 - 717
ολοένα αλλάζει. Εδώθε κείθε σέρνει,
πότε ψηλά, πότε βαθιά τα πάντα·
ο ένας δυστυχάει, ο άλλος όχι,
όμως κι αυτός κακό θάνατο βρίσκει·
δεν έχει πάντα η τύχη σιγουριά. Κι οι δυο σας
βάσανα δοκιμάσατε, απ᾽ του κόσμου
τα λόγια εσύ, και αυτός απ᾽ τους πολέμους.
στ. 711 - 717
Άγγελος:
βλέπω κούφια τη μαντική, ψευτιές γεμάτη.
Με τη φωτιά και τα πουλιά μαντείες
τίποτα δεν αξίζουν· αν πιστεύεις
πως τα πουλιά ωφελούνε τους ανθρώπους,
ανόητος είσαι. Ο Κάλχας στον στρατό μας
δεν μίλησε καθόλου, κι ας θωρούσε
να χάνονται οι δικοί του για έναν ίσκιο·
ούτε ο Έλενος που κουρσέψαν ανωφέλευτα τη χώρα του·
θα πεις, δεν το ᾽θελε ο θεός· και γιατί τότε
πηγαίνουμε στους μάντεις; Όταν κάνεις
θυσίες στους θεούς, να τους γυρεύεις
τα καλά μόνο κι άσε τις μαντείες·
ξεγέλασμα είναι στη ζωή· κανένας
δεν πλούτισε μ᾽ αυτές όντας τεμπέλης·
σωστό μυαλό και νους, νά σοφός μάντης.
Χορός:
Στα όσα είπε ο γέρος συμφωνώ· άμα
κερδίσεις τους θεούς, στο σπιτικό σου
την πιο μεγάλη μαντική έχεις μπάσει.
στ. 744-760
βλέπω κούφια τη μαντική, ψευτιές γεμάτη.
Με τη φωτιά και τα πουλιά μαντείες
τίποτα δεν αξίζουν· αν πιστεύεις
πως τα πουλιά ωφελούνε τους ανθρώπους,
ανόητος είσαι. Ο Κάλχας στον στρατό μας
δεν μίλησε καθόλου, κι ας θωρούσε
να χάνονται οι δικοί του για έναν ίσκιο·
ούτε ο Έλενος που κουρσέψαν ανωφέλευτα τη χώρα του·
θα πεις, δεν το ᾽θελε ο θεός· και γιατί τότε
πηγαίνουμε στους μάντεις; Όταν κάνεις
θυσίες στους θεούς, να τους γυρεύεις
τα καλά μόνο κι άσε τις μαντείες·
ξεγέλασμα είναι στη ζωή· κανένας
δεν πλούτισε μ᾽ αυτές όντας τεμπέλης·
σωστό μυαλό και νους, νά σοφός μάντης.
Χορός:
Στα όσα είπε ο γέρος συμφωνώ· άμα
κερδίσεις τους θεούς, στο σπιτικό σου
την πιο μεγάλη μαντική έχεις μπάσει.
στ. 744-760
Ελένη:
Υπάρχει επιθυμία σ'όσους αγαπούν να μαθαίνουν τα βάσανα αγαπημένων τους
στ. 763-764
Μενέλαος:
Πιο ευχάριστο να πεθαίνεις ενεργώντας παρά μη ενεργώντας.
στ. 814
Ελένη:
Πάντα μισεί ο θεός τη βία και προστάζει
ν᾽ αποκτούν όλοι δίκαια τ᾽ αγαθά τους.
Ας μη ζητάει κανείς άδικα πλούτη.
Ο ουρανός και η γης είναι για όλους
και πρέπει μες στο σπίτι του καθένας
τα καλά να συνάζει, όχι το ξένο
βιος να αρπάζουμε με τη βία.
στ. 903-908
ν᾽ αποκτούν όλοι δίκαια τ᾽ αγαθά τους.
Ας μη ζητάει κανείς άδικα πλούτη.
Ο ουρανός και η γης είναι για όλους
και πρέπει μες στο σπίτι του καθένας
τα καλά να συνάζει, όχι το ξένο
βιος να αρπάζουμε με τη βία.
στ. 903-908
Ελένη:
Όλοι μισούνε την Ελένη, βουίζει
ολάκερ᾽ η Ελλάδα πως δεν ήμουν
στον άντρα μου πιστή και στης Φρυγίας
πήγα να ζήσω τα χρυσά παλάτια.
Όταν ξαναγυρίσω όμως στη Σπάρτη
και μάθουν και το δουν πως απ᾽ τον δόλο
των θεών αφανιζόντουσαν στη μάχη
και πως εγώ δεν πρόδωσα τους φίλους,
φρόνιμη θα με πουν και τίμια πάλι·
θα παντρευτεί κι η κόρη μου, που τώρα
κανείς γαμπρός δεν τη ζητά, θ᾽ αφήσω
την ξενιτιά μου εδώ τη μαύρη κι όλα
τα καλά θα χαρώ του σπιτικού μου.
στ. 926-935
Όλοι μισούνε την Ελένη, βουίζει
ολάκερ᾽ η Ελλάδα πως δεν ήμουν
στον άντρα μου πιστή και στης Φρυγίας
πήγα να ζήσω τα χρυσά παλάτια.
Όταν ξαναγυρίσω όμως στη Σπάρτη
και μάθουν και το δουν πως απ᾽ τον δόλο
των θεών αφανιζόντουσαν στη μάχη
και πως εγώ δεν πρόδωσα τους φίλους,
φρόνιμη θα με πουν και τίμια πάλι·
θα παντρευτεί κι η κόρη μου, που τώρα
κανείς γαμπρός δεν τη ζητά, θ᾽ αφήσω
την ξενιτιά μου εδώ τη μαύρη κι όλα
τα καλά θα χαρώ του σπιτικού μου.
στ. 926-935
Χορός:
Κανείς ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένος, αν ήταν άδικος.
Οι ελπίδες της σωτηρίας βρίσκονται στην τήρηση του δικαίου.
Οι ελπίδες της σωτηρίας βρίσκονται στην τήρηση του δικαίου.
στ. 1030-1031
Χορός:
Εσύ που μέσα στα πυκνά
σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,
εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί
με τη λυπητερή λαλιά·
τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου
βοήθα να μοιρολογήσω
τα πάθη της Ελένης· κλάψε
τον πόνο και τα δάκρυα
των γυναικών της Τροίας
γι᾽ αυτούς που θέρισε κοντάρι ελληνικό,
όταν το πέλαγο αρμενίζοντας
με το βαρβαρικό σκαρί του
ο Πάρις, του χαμού ο γαμπρός,
ήρθε με συνοδειά την Κύπριδα
στους Πριαμίδες φέρνοντας
γάμο συφοριασμένο από τη Σπάρτη,
εσένα, Ελένη, εσένα.
Με πετροβόλημα και με κοντάρι
πλήθος χαθήκαν οι Αχαιοί
και κατοικούν στον δύστυχο Άδη τώρα·
οι δύστυχες γυναίκες τους πενθώντας
έκοψαν τα μαλλιά· απομείναν
έρμα τα σπίτια, δίχως άντρες·
στ.1107-1125
Εσύ που μέσα στα πυκνά
σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,
εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί
με τη λυπητερή λαλιά·
τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου
βοήθα να μοιρολογήσω
τα πάθη της Ελένης· κλάψε
τον πόνο και τα δάκρυα
των γυναικών της Τροίας
γι᾽ αυτούς που θέρισε κοντάρι ελληνικό,
όταν το πέλαγο αρμενίζοντας
με το βαρβαρικό σκαρί του
ο Πάρις, του χαμού ο γαμπρός,
ήρθε με συνοδειά την Κύπριδα
στους Πριαμίδες φέρνοντας
γάμο συφοριασμένο από τη Σπάρτη,
εσένα, Ελένη, εσένα.
Με πετροβόλημα και με κοντάρι
πλήθος χαθήκαν οι Αχαιοί
και κατοικούν στον δύστυχο Άδη τώρα·
οι δύστυχες γυναίκες τους πενθώντας
έκοψαν τα μαλλιά· απομείναν
έρμα τα σπίτια, δίχως άντρες·
στ.1107-1125
Χορός:
Τί ᾽ναι θεός, τί μη θεός,
και τί ᾽ναι ανάμεσά τους;
Ποιός θα το πει θνητός πως το ᾽βρε,
καιρό πολύ εξετάζοντας τα πάντα,
μια και το βλέπει, εδώ κι εκεί
των θεών οι γνώμες να πηδούν
και πάλι στο ενάντιο να γυρνάνε
ανέλπιστα κι αλόγιαστα;
στ. 1137-1142
και τί ᾽ναι ανάμεσά τους;
Ποιός θα το πει θνητός πως το ᾽βρε,
καιρό πολύ εξετάζοντας τα πάντα,
μια και το βλέπει, εδώ κι εκεί
των θεών οι γνώμες να πηδούν
και πάλι στο ενάντιο να γυρνάνε
ανέλπιστα κι αλόγιαστα;
στ. 1137-1142
Χορός:
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές·
γιατί αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα,
η αμάχη δεν θα λείψει από τον κόσμο·
γι᾽ αυτήν οι Πριαμίδες πήγαν
κάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη,
τέλος να δώσουνε στην έχθρα.
Τώρα στον Άδη ᾽ναι βαθιά χωμένοι,
τα κάστρα τους φωτιά τα ᾽χει σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ
πέρασες βάσανα και βάσανα
που αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.
στ. 1151- 1164
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές·
γιατί αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα,
η αμάχη δεν θα λείψει από τον κόσμο·
γι᾽ αυτήν οι Πριαμίδες πήγαν
κάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη,
τέλος να δώσουνε στην έχθρα.
Τώρα στον Άδη ᾽ναι βαθιά χωμένοι,
τα κάστρα τους φωτιά τα ᾽χει σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ
πέρασες βάσανα και βάσανα
που αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.
στ. 1151- 1164
Χορός:
Οι γνώμες αλλάζουν ολοένα
των θεών κι απ᾽ τα ανέλπιστα πλήθος
ξετελεύουν αυτοί κι όσα πρόσμενες
δεν βρίσκουν τη λύση τους· όμως
στ᾽ αναπάντεχο ο θεός δίνει τέρμα.
Έτσι τέλειωσε τούτ᾽ η ιστορία.
στ. 1688-1692
Οι γνώμες αλλάζουν ολοένα
των θεών κι απ᾽ τα ανέλπιστα πλήθος
ξετελεύουν αυτοί κι όσα πρόσμενες
δεν βρίσκουν τη λύση τους· όμως
στ᾽ αναπάντεχο ο θεός δίνει τέρμα.
Έτσι τέλειωσε τούτ᾽ η ιστορία.
στ. 1688-1692






























Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου