Ιωάννης Πολέμης: ποιήματα
Τι είναι η πατρίδα μας;
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!
Γιατί αγρυπνώ
Δυό γλυκά ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ' άνοιξαν πληγή·
κι αγρυπνώ απ τον πόνο κι αγρυπνώ απ την έννοια
κι απ' τη συλλογή.
Της νυχτός η πάχνη χάνεται κι εκείνη
όμοια με καπνό·
η αυγή προβάλλει, το φεγγάρι σβήνει,
κι όμως αγρυπνώ.
Αγρυπνώ την ώρα που κρυφοφιλιούνται
τ' άστρα ζηλευτά,
αγρυπνώ την ώρα που γλυκοκοιμούνται
τα ματάκια αυτά.
Τίνος είν' τα μάτια; Μη ρωτάς εμένα,
κόρη ευγενική·
σύρε στον καθρέπτη και ζωγραφισμένα
θα τα δής εκεί.
Χαμένα χρόνια
Αχ, και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και τ' χνάρι του για πάντα εχάθη.
Αχ, και να γύριζαν να διπλοζήσω,
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω,
και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου,
από τη γέννα μου κι ως τη θανή μου.
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα.
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω.
Αχ, και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!
Το παλιό βιολί
Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι' απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη,
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρα απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθη ο δύστυχος πως ν` αναστενάζη.
Τι κι αν τρώη το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ' απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
Ο αποχαιρετισμός της μάννας
Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν' ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.
Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.
Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου