Τζίνγκιζ Αϊτμάτοφ: Το χωράφι της μάνας - απόσπασμα
Ντυμένη μία φρεσκοπλυμένη άσπρη φούστα, και μία ντρίλινη κλειστή ζακέτα, μ’ ένα άσπρο μαντήλι στο κεφάλι, βαδίζει αργά στο μονοπάτι που περνάει μέσα από τις καλαμιές. Ολόγυρα ερημιά. Το καλοκαίρι έφυγε. Στον κάμπο δεν ακούγονται πια φωνές. Τα φορτηγά αυτοκίνητα δεν σηκώνουν κουρνιαχτό στους χωραφόδρομους. Δε φαίνονται πια τα κομπάιν. Τα κοπάδια δεν ήρθαν ακόμα να βοσκήσουν στα θερισμένα χωράφια.
Μακριά, πέρα από την γκρίζα δημοσιά, απλώνεται απέραντα η φθινοπωρινή στέπα. Πάνω της πλανιούνται σιωπηλά τα πουπουλένια σύννεφα. Ο αγέρας φυσάει αθόρυβα πάνω από τον κάμπο αναδεύοντας τις φτέρες και τα ξερά χορτάρια, και χάνεται προς το ποτάμι. Στην πρωινή παγωνιά μοσχοβολάει βρεγμένη χλόη. Η γη ξεκουράζεται αφού δώρισε τον καρπό της. Όπου και να ναι θ’ αρχίσουν οι βροχές. Κι ύστερα το πρώτο χιόνι θα σκεπάσει τη γη. Θα ξεσπάσουν οι θύελλες. Για την ώρα όμως βασιλεύει παντού ησυχία και σιωπή.
Βαδίζει ολομόναχη. Να, τώρα, στέκεται και ώρα πολλή χαϊδεύει τον τόπο γύρω, με τα πανιασμένα, γεροντικά της μάτια.
“ Γεια - χαρά σου χωράφι”, ψιθυρίζει.
“ Γεια - χαρα σου, Τολγκονάι. Ήρθες; Γέρασες πιο πολύ. Τα μαλλιά σου άσπρισαν για καλά. Κρατάς ραβδί.”
“Ναι! Γέρασα. Πέρασε ένας χρόνος. Και σένα, χωράφι μου, σε θέρισαν για μία ακόμα φορά. Σήμερα είναι μέρα των νεκρών.”
“ Ξέρω. Σε περίμενα, Τολγκονάι. Όμως και αυτή τη φορά ήρθες μόνη.”
“ Όπως βλέπεις, ήρθα και πάλι μοναχή.”
“ Ακόμα δεν του είπες τίποτα, Τολγκονάι;”
“ Όχι, δεν τόλμησα.”
“Φαντάζεσαι πώς δε θα βρεθεί κανένας να του διηγηθεί κάποτε τα περασμένα; Νομίζεις, πως δεν θα τα μάθει;”
“ Μπα όχι! Αργά ή γρήγορα θα τα μάθει όλα. Μεγάλωσε πια, τώρα μπορεί να τα μάθει και από άλλους. Για μένα, ωστόσο, είναι ακόμα παιδί. Και φοβούμαι, φοβούμαι ν’ αρχίσω αυτή την ιστορία.”
“ Ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει την αλήθεια, Τολγκονάι.”
“ Το καταλαβαίνω. Πώς, όμως, να του το πεις; Ότι ξέρω εγώ, ότι ξέρεις εσύ, αγαπημένο μου χωράφι, μόνο εκείνος δεν το ξέρει. Κι όταν το μάθει, τι θα βάλει τάχα με το νου του, πώς θα δει τα περασμένα, θα νιώσει άραγε με το λογικό και την καρδιά του την αλήθεια; Είναι παιδί ακόμα. Γι’ αυτό σκέφτομαι τι πρέπει να γίνει, τι πρέπει να κάνω, για να μη γυρίσει τις πλάτες στη ζωή. Να την κοιτάζει πάντα κατάματα. Εχ, αν ήταν εύκολο ν’ αρχίσεις και με λίγα λόγια να του τα διηγηθείς όλα σαν να είναι ένα παραμύθι! Τώρα τελευταία μόνο αυτό σκέφτομαι και φοβάμαι μην έρθει η ώρα η πικρή και πεθάνω ξαφνικά. Το χειμώνα αρρώστησα και νόμιζα πως ήρθε το τέλος μου. Και δε φοβόμουν τόσο το θάνατο - ήρθε, δε θα αντισταθώ - φοβήθηκα, πως δε θα προφτάσω να του ανοίξω τα μάτια, να τον βοηθήσω να γνωρίσει τον εαυτό του, φοβήθηκα μην πάρω μαζί μου την αλήθεια. Και δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί υπόφερα… Στενοχωριόταν, φυσικά, και δεν πήγαινε στο σχολείο. Έφερνε συνέχεια γύρω στο κρεβάτι μου, ήταν όλο φροντίδα, ίδιος σαν τη μάνα του: “Γιαγιά! γιαγιά! Θέλεις νερό, μήπως θέλεις γιατρικό; Να σε σκεπάσω πιο καλά.” Και εγώ δεν τολμούσα, δε γύρισε η γλώσσα μου. Είναι πολύ αθώος, απονήρευτος. Ο καιρός περνάει και εγώ δεν ξέρω πως ν’ αρχίσω την κουβέντα. Όλα τα συλλογίστηκα έτσι κι αλλιώς. Μα όσο και αν σκέφτομαι, καταλήγω σε τούτη τη σκέψη. Για να κρίνει σωστά ότι συνέβηκε, για να καταλάβει σωστά τη ζωή, πρέπει να του μιλήσω όχι μόνο για τον εαυτό του, όχι μόνο για την τύχη του, αλλά και για πολλούς άλλους ανθρώπους και πολλές άλλες ανθρώπινες τύχες, και για μένα και για τη ζωή μου και για σένα, χωραφάκι μου, για τη ζωή μας, ακόμα και για το ποδήλατο που καβαλάει και πάει στο σχολείο, χωρίς τίποτε να υποψιάζεται. Ίσως έτσι είναι σωστό να κάνω. Τίποτα δεν πρέπει να παραλείψεις, τίποτα να προσθέσεις: η ζωή μας ανακάτεψε όλους και μας έκανε ένα ζυμάρι. Μας τύλιξε σ’ ένα κουβάρι. Κι η ιστορία είναι τέτοια που δεν την καταλαβαίνει ο καθένας, ακόμα και αν είναι ώριμος. Πρέπει να τη ζήσεις, να την καταλάβεις με την ψυχή σου... Γι’ αυτό και το σκέφτομαι... Ξέρω πως είναι χρέος μου κι’ όταν το εκπληρώσω ο θάνατος δεν θα μου Είναι φοβερός…”
“Κάθισε, Τολγκονάι, πότε ήρθες για πρώτη φορά εδώ;”
“ Δύσκολο. Πέρασαν από τότε χρόνια!”
“ Προσπάθησε να θυμηθείς. Θυμήσου τα, Τολγκονάι, όλα απ’ την αρχή.”

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου